ωρολογάς

ωρολογάς
ο, Ν [ωρολόγι(ο)]
ρολογάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γρηγόριος Ωρολογάς — (Αναστάσιος Αντωνιάδης Σαατσόγλου, 1864 – 1922).Κληρικός. Αρχικά διετέλεσε μητροπολίτης Στρωμνίτσης και Τιβεριούπολης (1902 8), και αργότερα μητροπολίτης Κυδωνιών. Η θητεία του στο πρώτο αξίωμα συνέπεσε χρονικά με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • Στεφανόπουλος, Στέφανος — Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Ζατούνα της Γορτυνίας, αλλά γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Κατά την Επανάσταση, μαζί με τον γαμπρό του Κ. Παπαζαφειρόπουλο, ήταν οπλαρχηγός των χωριών Λάστα, Μαγουλιανά και Βαλτεσινίκο. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”